Παριανος

Παριανος
    Παριανός
    ион. Παριηνός ὅ житель Пария
    

(Πάριον) Her., Luc.


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "Παριανος" в других словарях:

  • παριανός — και σπάν. τ. παριανεϊκός, ή, ό [Πάρος] 1. ο πάριος 2. (το αρσ. και το θηλ. ως κύριο όν.) ο Παριανός και η Παριανή ο κάτοικος τής Πάρου …   Dictionary of Greek

  • παριανός — ή, ό αυτός που κατάγεται ή προέρχεται από την Πάρο: Παριανό μάρμαρο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Πάριος — α, ο [Πάρος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νήσο Πάρο ή προέρχεται από αυτήν 2. (το αρσ. και το θηλ. ως κύρια ον.) ο Πάριος και η Πάρια ο κάτοικος τής Πάρου, ο Παριανός 3. φρ. «πάριο μάρμαρο» ή «πάριο χρονικό» επιγραφή γραμμένη στην αττική… …   Dictionary of Greek

  • πάρος — Νησί των Κυκλάδων, το τρίτο σε έκταση (194,46 τ. χλμ.). Βρίσκεται στα Ν του συγκροτήματος Μυκόνου Δήλου, Δ της Νάξου και Α της Σίφνου. Ωοειδής στο σχήμα, με τους μεγάλους κόλπους της Νάουσας στα Β, της Παροικιάς στα Δ και του Δρυού στα Ν, και… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»